- κλιμακίζω
- κλιμακίζωuse the wrestler's trick calledpres subj act 1st sgκλιμακίζωuse the wrestler's trick calledpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιμακίζω — (Α) [κλίμαξ] 1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.) 3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω … Dictionary of Greek
κλιμακίζει — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind mp 2nd sg κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίζειν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιμάκισεν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακισμός — κλιμακισμός, ὁ (Α) [κλιμακίζω] είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ* … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
κλιμακίσας — κλιμακίσᾱς , κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)